τσιριμόνια

τσιριμόνια
και τσεριμόνια, η, Ν
1. φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση («μάς έκαναν πολλές τσιριμόνιες»)
2. (κατ' επέκτ.) νάζι, κόλπο («μη μού κάνεις εμένα τσιριμόνιες!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerimonia «τελετή» < λατ. caerimonia «αγιότητα, θρησκεία»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιριμόνια — η (λ. ιταλ.), συνήθ. πληθ., τσιριμόνιες, οι φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση: Τους έκαναν πολλές τσιριμόνιες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεριμόνι — η, Ν βλ. τσιριμόνια …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρόνηση — η 1. φιλική συμπεριφορά σε κάποιον, περιποιητικότητα, περιποιήσεις: Μας δέχτηκαν με φιλοφρόνηση. 2. φιλοφρόνημα, κομπλιμέντο, τσιριμόνια: Οι φιλοφρονήσεις κολακεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”