- τσιριμόνια
- και τσεριμόνια, η, Ν1. φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση («μάς έκαναν πολλές τσιριμόνιες»)2. (κατ' επέκτ.) νάζι, κόλπο («μη μού κάνεις εμένα τσιριμόνιες!»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerimonia «τελετή» < λατ. caerimonia «αγιότητα, θρησκεία»)].
Dictionary of Greek. 2013.